-
1 журнал
журнал м 1) το περιοδικό иллюстрированный \журнал το εικονογραφημένο περιοδικό \журнал мод το φιγουρίνι 2) (для записи) το ημερολόγιο классный \журнал το ημερολόγιο της τάξης* * *м1) το περιοδικοίиллюстри́рованный журна́л — το εικονογραφημένο περιοδικό
журна́л мод — το φιγουρίνι
2) ( для записи) το ημερολόγιοкла́ссный журна́л — το ημερολόγιο της τάξης
-
2 журнал
журналм1. τό περιοδικό[ν]:иллюстрированный \журнал τό εἰκονογραφημένο περιοδικό· \журнал мод τό περιοδικό μόδας, τό φιγουρίνι·2. (для записи) τό κατάστι-χο[ν], τό ήμερολόγιο[ν]:судовой \журнал τό ἡμερολόγιο πλοίου· классный \журнал τό ἡμερολόγιο τής τάξης, ὁ κατάλογος· занести в \журнал καταγράφω ἔγγραφο, πρωτοκολλώ. -
3 журнал
-а α.1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.
2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•
судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•
- заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•
занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.
-
4 ежегодник
-
5 еженедельник
-
6 чем
I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I* * *I тв. п. от что I II союз1) από, παράкни́га интере́снее, чем журна́л — το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό
лу́чше по́здно, чем никогда́ — κάλλιο αργά παρά ποτέ
чем скоре́е, тем лу́чше — όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο
2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...)••чем... тем —... όσο... τόσο…
-
7 подписать
ρ.σ.μ.1. υπογράφω•подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•
подписать документ υπογράφω έγγραφο•
подписать вместе с другим προσυπογράφω•
подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).
2. γράφω στο τέλος•он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.
3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).1. υπογράφω•я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).
2. εγγράφομαι•подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•
подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.
-
8 бюллетень
1. (краткое официальное сообщение) το δελτίο, το ανακοινωθένинформационный - των πληροφοριών/γεγονότων2. (какого-л. учреждения) η περιοδική έκδοση, το περιοδικό 3. (отчёт) το δελτίο 4. (избирательный) το ψηφοδέλτιο 5. (больничный лист) το πιστοποιητικό ασθενείας/νοσηλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюллетень
-
9 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
10 журнал
1. (периодическое издание) το περιοδικόη περιοδική έκδοση2. (техниче-ской документации) о κατάλογος (τεχνικών εγγράφων) 3. (судовой) мор. το ημερολόγιο (του πλοίου)бортовой ав. - του σκάφουςвахтенный черновой - βάρδιας, πρόχειρο- φυλακής, πρόχειροмашинный мор. - μηχανοστασίου/μηχανής4. (школьный) о κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > журнал
-
11 сигнал
το σήματο σύνθηματο σινιάλο (ξεν.)передавать - εκπέμπω το -, μεταδίδω το -преобразовывать - μετασχηματίζω/μετατρέπω το -аварийный - κινδύνου/αβαρίαςвидимый - ορατό -, οπτικό -входной - εισόδου, εισερχόμενο -выходной - εξόδου, εξερχόμενο -опознавательный - αναγνώρησης, διακριτικό -позывной рад. - το (διεθνές) διακριτικό -цветовой - (тлв.) έγχρωμο -- θύελλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнал
-
12 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
13 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
14 чём
I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I* * *о чём — предл. п. от что Ι
-
15 какои
как||оимест.1. вопр. ποιός, ποίος, τις:\какои из...? ποιός ἀπό...;·2. воскл. τί:\какоиая беда! τί κακό!, τί δυστυχία!· \какои красавец! τί ὀμορφος ἀνδρας!·3. относ. ποιός, ποίος, τί (εἰδους)/ ὀποιος πού (который):не знаю, \какоиу́ю вам дать книгу δέν ξέρω ποιό (или τί) βιβλίο νά σάς δώσω· выбирайте журнал, \какои хотите διαλέξετε ὀποιο περιοδικό θέλετε· забыл, \какои сегодня день λησμόνησα τί μέρα εἶναι σήμερα· ◊ \какоийм образом μέ ποιό τρόπο, πως, τίνι. τρόπω· \какои бы ей был ὀποιος καί νά εἶναι· \какоио́е там! κἀθε ἀλλο!· ни в \какоиу́ю! μέ κανένα τρόπο! -
16 модный
модн||ыйприл в разн. знач. τής μόδας:\модныйый костюм τό κοστούμι τής μόδας· \модныйый журнал τό περιοδικό μόδας. -
17 один
один1. числ. είς, ἐνας:только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:\один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·7. сущ. ἔνας·. -
18 пернодический
перноди́ч||ескийприл περιοδικός; \пернодическийеские издания τά περιοδικά, οἱ περιοδικές ἐκδόσεις· \пернодическийеск<зя дробь мат ὁ περιοδικός ἀριθμός· \пернодическийеская система элементов хим. τό περιοδικό σύστημα τών στοιχείων. -
19 чем
чем Iмест. твор. п. от что I· ◊ уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος.чем IIсоюз1. (нежели) παρά, ἀπό:лучше поздно, чем иякогАк погов. κάλλιο ἀργά παρά ποτέ· э́тот журнал интереснее чем тот αὐτό τό περιοδικό εἶναι πιό ἐνδιαφέρον ἀπό κείνο·2. (вместо того, чтобы) разг ἀντί νά:чем торопиться, выйдем лучше пораньше ἀντί νά βιαζόμαστε καλλίτερα νά βγοῦμε νωρίτερα· 3.; чем..., тем ὅσο... τόσο· чем скорее, тем лу́чше ὅσο γρηγορώτερα τόσο τό καλλίτερο· чем больше, тем лу́чше ὅσο περισσότερο τόσο τό καλλίτερο· ◊ чем свет τά χαράματα -
20 журнал
[ζουρνάλ] ουσ. α περιοδικό
См. также в других словарях:
Περιοδικό μας — (το). Τίτλος δεκαπενθήμερου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού (1900 1902). Ιδρύθηκε από το Γ. Βώκο με έδρα τον Πειραιά. Το περιοδικό αυτό υπήρξε, στην εποχή του, ένα από τα αξιολογότερα του είδους … Dictionary of Greek
περιοδικό — το έντυπο που κυκλοφορεί κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα: Λογοτεχνικό περιοδικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά — Περιοδικό ιστορικού περιεχομένου που εξέδιδε στην Αθήνα από το 1843 έως το 1853 ο X. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς. Στη συντακτική του ομάδα ανήκε ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Το περιοδικό περιείχε μελέτες που αφορούσαν κυρίως τη νεότερη ελληνική ιστορία.… … Dictionary of Greek
Αττικόν Ημερολόγιον — Περιοδικό που ίδρυσε ο Ειρηναίος Ασώπιος το 1867. Η έκδοσή του συνεχίστηκε έως το 1896. Στο περιοδικό αυτό πρωτοδημοσίευσε κείμενό του στην Αθήνα ο Κ. Παλαμάς (1875) … Dictionary of Greek
Εκκλησιαστικός Φάρος — Περιοδικό του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ιδρύθηκε το 1908 και εξακολούθησε να εκδίδεται τακτικά έως το 1951. Από το 1961 και μετά, και κυρίως από το 1969, εκδόθηκαν μερικά τεύχη του, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Πρώτος διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Αρχείον Πόντου — Περιοδικό στο οποίο καταχωρήθηκαν μελέτες ιστορικού, φιλολογικού, λαογραφικού και γλωσσικού περιεχομένου, που αναφέρονταν στον ελληνισμό του Πόντου (1928 42). Τη διεύθυνσή του είχε αναλάβει επιτροπή με επικεφαλής τον κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών… … Dictionary of Greek
Θρακικά — Περιοδικό (1928 44), στο οποίο καταχωρήθηκαν αξιόλογα λαογραφικά, ιστορικά και γλωσσολογικά άρθρα σχετικά με τη Θράκη … Dictionary of Greek
Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek